κυτταρίνη

κυτταρίνη
Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β-γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος των φυτικών οργανισμών, ενώ συντίθεται και από ορισμένους μικροοργανισμούς. Η κ. απαντάται σπάνια σε καθαρή μορφή, όπως συμβαίνει στις τρίχες του μαλλιού ή στις ίνες που περιβάλλουν τα σπέρματα του βαμβακιού· στις υπόλοιπες περιπτώσεις συνοδεύεται από άλλες δομικές οργανικές ουσίες, όπως η λιγνίνη, οι οποίες ανάλογα με την ποσότητά τους προκαλούν διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών της κ. καθώς και των προϊόντων που μπορούν να παραχθούν από αυτή. Η κ. έχει εμπειρικό τύπο (C6H10O5)ν, όπου το ν παριστάνει έναν αριθμό της τάξης των μερικών χιλιάδων μορίων γλυκόζης· η φυσική κ. αποτελείται από 7.000 έως 15.000 μονάδες γλυκόζης και σχηματίζει μία αλυσίδα μήκους μόλις μερικών μικρομέτρων (10-6 μ.), η οποία εμφανίζει πτυχώσεις και είναι ορατή με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Είναι αδιάλυτη στο νερό και στους κοινούς διαλύτες, διαλύεται όμως στο αμμωνιακό διάλυμα οξειδίου του χαλκού –γνωστό ως αντιδραστήριο Σβάιτσερ– και παρουσιάζει αξιοσημείωτη αντοχή ακόμα και στα αραιά αλκάλια. Όπως όλοι οι υδατάνθρακες, έτσι και η κ. υφίσταται υδρόλυση και αποπολυμερισμό από τα ανόργανα οξέα και τα δραστικά οξειδωτικά σε υψηλές συγκεντρώσεις. Αν η κ. εξεταστεί με τη βοήθεια ακτίνων X, προκύπτει ότι η δομή της διαφέρει από την αντίστοιχη του αμύλου, ενός άλλου σημαντικού πολυσακχαρίτη, γεγονός που εξηγεί και τις βασικές διαφορετικές τους ιδιότητες. Στην κ. τα ενωμένα μόρια της γλυκόζης δεν έχουν πάντοτε ομοιόμορφη διάταξη, αλλά σχηματίζουν κατά ένα μέρος παράλληλες αλυσίδες και κατά ένα μέρος συνενώσεις χωρίς καμία τάξη. Η κ., λόγω της εξαιρετικά στενής σύνδεσης των υπομονάδων της, είναι αρκετά ανθεκτική στην υδρόλυση από οξέα ή από ένζυμα. Είναι ανθεκτική στη δράση των ενζύμων που βρίσκονται στο στομάχι πολλών ανώτερων ζώων και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει η πέψη της από αυτά· αντίθετα, η κ. υδρολύεται αργά από ειδικά κυτταρινολυτικά ένζυμα που παράγονται από βακτήρια και μύκητες, με τελικό προϊόν την D-γλυκόζη. Η παρουσία τέτοιων μικροοργανισμών στο πεπτικό σύστημα των χορτοφάγων ζώων εξηγεί τη δυνατότητα που έχουν τα ζώα αυτά να πραγματοποιούν την πέψη της κ. Η διάσπασή της από μικροοργανισμούς που βρίσκονται στο έδαφος αποκτά μεγάλη σημασία για τη γεωργία, γιατί έχει αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας του ίδιου του εδάφους. Η κ. αποτελεί την κύρια δομική και στηρικτική ουσία των φυτικών οργανισμών, όπου βρίσκεται με τη μορφή μικροϊνιδίων. Η σύνθεσή της γίνεται στην εξωτερική επιφάνεια της κυτταρικής μεμβράνης των φυτικών κυττάρων, όπου απαντώνται ενζυμικά σύμπλοκα, τα οποία ονομάζονται συνθετάσες της κ. Στην κ. οφείλεται η εξαιρετική αντοχή των φυτών, η οποία είναι ικανή να στηρίζει ακόμα και τεράστια δέντρα. Η κ. που προορίζεται για χημική επεξεργασία εξάγεται από μεγάλη ποικιλία φυτών με τρεις κύριες μεθόδους. Κατά την πρώτη, το ξύλο υφίσταται κατεργασία με 1% διάλυμα καυστικού νατρίου, μέσα σε λέβητα, υπό πίεση και θερμοκρασία γύρω στους 180°C. Κατά τη δεύτερη μέθοδο, το ξύλο υφίσταται κατεργασία με όξινο θειώδες ασβέστιο, ένωση ικανή να διαλύει τη λιγνίνη και να ελευθερώνει την κ.· η μέθοδος αυτή είναι πολύ σημαντική, γιατί από τα απορριπτόμενα νερά της επεξεργασίας μπορούν να εξαχθούν αξιοσημείωτες ποσότητες αιθυλικής αλκοόλης. Κατά την τρίτη μέθοδο, τέλος, το υλικό υφίσταται επεξεργασία πρώτα με χλώριο και στη συνέχεια με καυστικό νάτριο· η μέθοδος αυτή παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι οποιοδήποτε φυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη, ενώ είναι οικονομικότερη σε σχέση με τις άλλες. Υπάρχουν διάφοροι τύποι κ., όλοι εξίσου σπουδαίοι, καθένας από τους οποίους χρησιμοποιείται για ειδικές εφαρμογές. Για να διακρίνονται μεταξύ τους έχει καθιερωθεί διεθνώς μια κατάταξη με διακριτικά στοιχεία τα πρώτα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Η πιο καθαρή και συνεπώς η πιο σπουδαία μορφή είναι η α-κ., που περιέχεται στο βαμβάκι και είναι η πιο ανθεκτική στα οξέα και στις βάσεις· το μόριό της διασπάται πολύ δύσκολα. Η β-κ. και η γ-κ., που ονομάζονται και ημικυτταρίνες, είναι λιγότερο ανθεκτικές καιτα μόριά τους μπορούν να διασπαστούν ευκολότερα. Η μεγαλύτερη ποσότητα ξυλοπολτού προορίζεται για τη χαρτοποιία, ωστόσο πολτός με μεγάλη περιεκτικότητα σε α-κ. χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ρεγιόν (α-κ. πάνω από 90%) και οξικής κ. (περιεκτικότητα α-κ. άνω του 98%). Άλλα ενδιαφέροντα προϊόντα που λαμβάνονται από την κ. είναι η μεθυλο-κ. και η καρβοξυμεθυλο-κ., ουσίες χρήσιμες σε διάφορους τομείς, από τις υφαντουργικές βιομηχανίες έως τις διατρήσεις των πετρελαιοφόρων φρεάτων. Με την επίδραση νιτρικού οξέος στην κ. λαμβάνεται η νιτροκυτταρίνη, βασική πρώτη ύλη για την παρασκευή εκρηκτικών υλών μεγάλης ισχύος, όπως επίσης πρώτες ύλες για φιλμ, βερνίκια, γαλακτώματα χρησιμοποιούμενα στη φωτογραφική κλπ. Με την επίδραση χλωριούχου ψευδαργύρου παράγεται η βουλκανιζαρισμένη ίνα, κοινώς φίμπρα, που εφαρμόζεται στην κατασκευή βαλιτσών και άλλων αντικειμένων. Με την επίδραση οξικού οξέος η κ. μετατρέπεται σε οξική κ., με την οποία παρασκευάζονται τεχνητό μετάξι και άφλεκτα κινηματογραφικά φιλμ. Με ταχεία εμβάπτιση σε θειικό οξύ και άμεσο πλύσιμο με νερό παράγεται, τέλος, ο περγαμηνός χάρτης, που μοιάζει με την πραγματική περγαμηνή, την οποία αντικαθιστά. Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή κ. είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Σουηδία, η Γερμανία και η Φιλανδία.
* * *
η
πολύπλοκος υδατάνθρακας ή πολυσακχαρίτης που αποτελείται από μεγάλο αριθμό μονάδων γλυκόζης, είναι το βασικό δομικό συστατικό τών κυτταρικών τοιχωμάτων τών φυτών, περιέχει το ένα τρίτο περίπου τού όλου φυτικού υλικού και είναι η πιο διαδεδομένη οργανική ένωση στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cellulose < γαλλ. cellule (< λατ. cellula, υποκορ. τού λατ. cella «θάλαμος, θήκη») + -ose. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Στ. Εμμ. Γιαννόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυτταρίνη — η ουσία από την οποία αποτελείται η μεμβράνη των φυτικών κυττάρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακετυλοκελουλόζη ή ακετυλοκυτταρίνη ή οξική κυτταρίνη — Οξικός εστέρας της κυτταρίνης (κελουλόζης) που παρασκευάζεται με την επίδραση οξικού ανυδρίτη και πυκνού θειικού οξέος στην κυτταρίνη. Ανάλογα με τις συνθήκες της αντίδρασης, τα προϊόντα περιέχουν διαφορετικό αριθμό ακετυλίων σε κάθε ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρινικός — ή, ό αυτός που έχει τη φύση τής κυτταρίνης ή αυτός που περιέχει κυτταρίνη («κυτταρινικά βερνίκια» προϊόντα από νιτρική ή οξική κυτταρίνη, διαλυμένη σε έναν πτητικό διαλύτη, και από κατάλληλες ρητίνες, τα οποία χρησιμοποιούνται για την επικάλυψη… …   Dictionary of Greek

  • νιτροκυτταρίνη — Ουσία που προκύπτει από την επεξεργασία της κυτταρίνης (ακατέργαστο βαμβάκι ή πολτός ξύλου) με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Οι διάφοροι τύποι ν. έχουν το χαρακτήρα του αρχικού υλικού και διαφέρουν μεταξύ τους σε περιεκτικότητα αζώτου, η …   Dictionary of Greek

  • οξυκυτταρίνη — η συνοπτική ονομασία οργανικών ουσιών που προκύπτουν κατά την επίδραση τών οξειδωτικών μέσων, όπως, λ.χ., τού νιτρικού οξέος, τού υπερμαγγανικού καλίου, τού υπεροξειδίου τού υδρογόνου κ.ά., στην κυτταρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… …   Dictionary of Greek

  • υδροκυτταρίνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών υλικών που λαμβάνονται με εν θερμώ επίδραση αραιών διαλυμένων οξέων στην κυτταρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrocellulose (< υδρ[ο] * + cellulose «κυτταρίνη»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”